Μετά από πολύμηνες προσπάθειες και διαβουλεύσεις δύο Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τις συντεχνίες, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την εφαρμογή Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ) από 1.1.2023. 

Το αποτέλεσμα, όπως φαίνεται μέσα από το Διάταγμα του Υπουργού Εργασίας, έχει διαψεύσει τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν για διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς μισθού διαβίωσης των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων. Το ύψος του ΕΚΜ που έχει καθοριστεί (€885 και €940 με παρέλευση 6 μηνών), μετά από ενός έτους διαβουλεύσεις, όπου ο πληθωρισμός έχει ανέβει κατά 10%, θα ’πρεπε να λάβει υπόψη τουλάχιστον το 50% όπως γίνεται σήμερα με την ΑΤΑ και να καθοριστεί γύρω στα €1000, όπως είναι και η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχουν διαψευστεί οι προσδοκίες των εργαζομένων που ανέμεναν ένα κατώτατο μισθό που να ανταποκρίνεται στο σημερινό κόστος ζωής και την αξιοπρεπή διαβίωση σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που περνούμε. 

Πέρα από την θετική εξέλιξη ότι τελικά θεσμοθετείται ένας κατώτατος μισθός, που σηματοδοτεί μια εποχή έναρξης της ρύθμισης των προσπαθειών για διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου εισοδήματος από την εργασία που να διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής στους εργαζομένους και παράλληλα την εξάλειψη του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, αρχίζει νέος αγώνας ώστε το ύψος του κατώτατου μισθού να ανταποκρίνεται στις δύσκολες συνθήκες που δημιούργησαν απανωτά η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, που οδήγησαν σε εξωπραγματικές αυξήσεις σε πρώτες ύλες, στην ενέργεια και στη σίτιση με αποτέλεσμα την σημαντική απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθών ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. 

Από το Διάταγμα του Υπουργού απουσιάζουν επίσης βασικές παράμετροι, οι οποίες είναι απαραίτητες για να διασφαλίσουν τον σκοπό της εφαρμογής του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, που δεν είναι άλλος από την διασφάλιση της αξιοπρέπειας της εργασίας και την κοινωνική προστασία των ευάλωτων ομάδων των χαμηλόμισθων εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουν την προστασία ενός συνδικαλιστικού φορέα και μιας συλλογικής σύμβασης. 

Απουσιάζει πρώτα από όλα καθορισμός ωριαίου κατώτατου μισθού, με αποτέλεσμα οι εργοδότες να έχουν την ευχέρεια να το εκμεταλλευτούν και στην ουσία να αλλοιώσουν τον κατώτατο μισθό διαιρώντας τον με περισσότερες ώρες εργασίας. 

 Δεύτερη σοβαρή παράμετρος που απουσιάζει, είναι η δεδηλωμένη πρόθεση της Ζέτας, κατ΄ απαίτηση των συντεχνιών, “όπου υπάρχουν Συλλογικές Συμβάσεις με ψηλότερους κατώτατους μισθούς, αυτοί θα υπερισχύουν”. Η παράλειψη αυτής της παραδεκτής αρχής, δημιουργεί προϋποθέσεις υπόσκαψης των Συλλογικών Συμβάσεων και κινδύνους για το μέλλον των υφιστάμενων κατώτατων μισθών μέσω των συμβάσεων εργασίας. 

Τρίτη αρνητική παράλειψη είναι η εξαίρεση από τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων κάτω των 18, δίδοντας την ευκαιρία στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται τους νέους με το πρόσχημα της προσωρινής εργασίας, καθορίζοντας μάλιστα κατώτατο μισθό για αυτούς κατά 25% χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, δηλαδή μισθό €663.75!

 Οι εξελίξεις υποδηλούν ότι οι προσπάθειες τώρα πρέπει να επικεντρωθούν στα πλαίσια του Κοινωνικού Διαλόγου, στην ορθολογιστική εφαρμογή του Διατάγματος στα πλαίσια τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματός του και στη συνέχεια τη βελτίωση του ύψους του ΕΚΜ μέσα από το κόστος διαβίωσης όπως προκύπτει από την έρευνα EU-SILC που διεξάγει κάθε χρόνο η Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους, καθώς και διόρθωση των αδυναμιών που εντοπίστηκαν. 

Εκ του Προεδρείου της ΠΟΑΣΟ
2 Σεπτεμβρίου 2022