Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σε ενδιάμεση έκθεση που δημοσιοποίησε καταπιάνεται με το θέμα της ΑΤΑ και παντελώς αβασάνιστα και παραπλανητικά υποστηρίζει δήθεν ότι «αυξάνει την εισοδηματική ανισότητα» και ότι «ασκεί διττή πίεση στα δημόσια έξοδα … μέσα από την αύξηση του μισθολογίου και … την ανάγκη για αντισταθμιστικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής, ενόψει αυξημένης ανισότητας».
Η ΠΟΑΣΟ επισημαίνει πρώτον, ότι το θέμα της ΑΤΑ είναι θέμα εργασιακής και κοινωνικής πολιτικής, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και όχι άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής ή των Δημοσιονομικών Κανόνων. Υπενθυμίζεται ότι η ουσιαστική αξία της ΑΤΑ έγκειται στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, αφού με την διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, επιτρέπει στον μισθωτό να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής το οποίο συντείνει στην εργατική ειρήνη. Απουσία του θεσμού αυτού θα ωθήσει το συνδικαλιστικό κίνημα στην διεκδίκηση μεγαλύτερων αυξήσεων μισθών, που οι εργοδότες θα δυσκολεύονταν να αποδεχτούν, με αποτέλεσμα συχνές απεργιακές κινητοποιήσεις και έλλειψη εργατικής ειρήνης με όλα τα αρνητικά που συνεπάγονται για την οικονομία και την κοινωνία.
Επίσης, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Δημοσιονομικού Συμβουλίου ότι η ΑΤΑ αυξάνει την εισοδηματική ανισότητα, η παραχώρηση της ΑΤΑ γίνεται με ποσοστιαία αύξηση σε μισθούς και συντάξεις με κατώτατο όριο για τους χαμηλόμισθους, που σήμερα είναι στα €395. Συνεπώς δεν αυξάνεται η εισοδηματική ανισότητα των μισθών σε ποσοστιαίους όρους, αλλά αντίθετα, μεταξύ των χαμηλόμισθων και υψηλόμισθων μειώνεται ποσοστιαία λόγω του κατώτατου ορίου της ΑΤΑ.
Σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για τους μισθωτούς μετά την οικονομική κρίση του 2012 όπου η ΑΤΑ παγοποιήθηκε για 5 χρόνια και επανήλθε κουτσουρεμένη κατά 50%, μετά την κρίση της Πανδημίας και του Ουκρανικού πολέμου, η ΠΟΑΣΟ διερωτάται για τα κίνητρα του Δημοσιονομικού Συμβουλίου να καταπιαστεί με την ΑΤΑ και να την δαιμονοποιήσει, αποδίδοντάς της διπλή αρνητική σημασία, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η αναφορά αυτή του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, γίνεται επίσης σε μια περίοδο όπου σύσσωμη η συνδικαλιστική πλευρά θεωρεί ότι η υφιστάμενη ρύθμιση για την ΑΤΑ δεν είναι αποδεκτή και απαιτεί την πλήρη αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των μισθών με την παραχώρηση του 100% της ΑΤΑ, όπως ίσχυε προ οικονομικής κρίσης και πριν το πάγωμα του θεσμού.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, παρόλο που παραδέχεται ότι «η ΑΤΑ δεν ενοχοποιείται για την αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής Οικονομίας» και ότι «η ενεργοποίηση της ΑΤΑ θα προστατέψει τα πραγματικά εισοδήματα σημαντικού αριθμού πολιτών και δη των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και όσων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις … και θα στηρίξει και τη συνολική ζήτηση στην οικονομία» ισχυρίζεται ότι «θα εδραιώσει τις αυξήσεις στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, … επιδεινώνοντας τις πιέσεις στα νοικοκυριά και επιχειρήσεις με μικρό οικονομικό εκτόπισμα». Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι η εδραίωση των αυξήσεων δεν είναι αποτέλεσμα της αποκατάστασης της αγοραστικής αξίας των μισθών, αλλά λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που δημιουργούνται από αυξήσεις σε εξωγενή στοιχεία όπως η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, τα τρόφιμα, κλπ.
Αναφέρουμε για να γίνει κατανοητό το μέγεθος των αυξήσεων λόγω ΑΤΑ, ότι οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για το 2023 είναι 2,25%, για το 2024 είναι 0,75% και για το 2024 είναι 1%, που είναι κατά πολύ μικρότερες του μεγέθους των αυξήσεων που βιώνουμε.
Τέλος, να τονίσουμε ότι εφόσον επηρεάζεται η αγοραστική αξία των μισθών όλων των εργαζομένων εξυπακούεται ότι η παραχώρηση της ΑΤΑ για αποκατάσταση όλων των μισθών είναι αναγκαία για σκοπούς κοινωνικής δικαιοσύνης, ως οριζόντιο μέτρο έστω και αν διαφωνεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Εκ του Προεδρείου της ΠΟΑΣΟ
17 Ιουνίου 2022