Άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου στο REUTERS έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα το συνδικαλιστικό κίνημα υποστηρίζει σχετικά με τους λόγους που βρίσκονται πίσω από την αλματώδη αύξηση του πληθωρισμού τον τελευταίο χρόνο.
Με τον τίτλο «Η ΕΚΤ αντιμετωπίζει μια κρύα πραγματικότητα: οι εταιρείες εξαργυρώνουν τον πληθωρισμό», ο Francesco Canepa αναφέρεται στο άρθρο του στα αποτελέσματα της συνάντησης σε απόμερο χωριό της Φιλανδίας, των 26 υπεύθυνων αξιωματούχων για την κατάρτιση της πολιτικής της Ευρωπαїκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και τα σκληρά γεγονότα που είχαν διαπιστώσει: «οι εταιρείες κερδοσκοπούν από τον υψηλό πληθωρισμό ενώ καταναλωτές και εργαζόμενοι πληρώνουν τα σπασμένα».
Το επικρατές αφήγημα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Κύπρο, τους τελευταίους 9 μήνες, ήταν ότι για τις απότομες υψηλές αυξήσεις σε όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, από την ενέργεια και τα τρόφιμα μέχρι τα ηλεκτρονικά μικροτσίπ, ευθύνεται η απότομη αύξηση των πρώτων υλών και το κόστος λειτουργίας των εταιρειών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ για να περιορίσει την ζήτηση και να συγκρατήσει αλλά και να μειώσει τον πληθωρισμό, προχώρησε σταδιακά στη μεγαλύτερη αύξηση των δανειστικών επιτοκίων τα τελευταία 40 χρόνια φοβούμενη κυρίως ότι οι αυξημένες τιμές κατανάλωσης θα σπρώξουν περισσότερο ψηλά τους μισθούς δημιουργώντας έτσι ένα σπιράλ πληθωρισμού.
Ωστόσο, η πρόσφατη συνάντηση του Κυβερνώντος Συμβουλίου της ΕΚΤ αποκάλυψε μια διαφορετική εικόνα. Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν κατέδειξαν ότι «τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών αυξάνονταν αντί να μειώνονται όπως θα ήταν αναμενόμενο σε μια περίοδο απότομης αύξησης του λειτουργικού κόστους.»
Σύμφωνα πάντοτε με το άρθρο, Ο Paul Donovan, Chief Economist στην UBS Global Wealth Management, κατέκρινε την ΕΚΤ, λέγοντας ότι απέτυχε να δικαιολογήσει τα μέτρα που λαμβάνει στο πλαίσιο ενός κερδο-κεντρικού πληθωρισμού.
Η στάση αυτή των εταιρειών, να ανεβάζουν δηλαδή τις τιμές πολύ πιο πάνω από το κόστος τους, κερδοσκοπώντας σε βάρος των καταναλωτών έχει ως αντίκτυπο την οργή των πολιτών και μάλιστα δικαιολογημένα. Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός που τροφοδοτείται από την απληστία των εταιρειών θα αυτοδιορθωθεί όταν οι εταιρείες αντιληφθούν ότι οι αυξήσεις θα επιφέρουν απώλεια μεριδίου αγοράς κάτι, που μακροχρόνια, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιστραφεί από ότι μια κούρσα αύξησης τιμών λόγω λειτουργικού κόστους. Τα στοιχεία άλλωστε δείχνουν ότι οι εταιρείες καταναλωτικών αγαθών της Ευρωζώνης αύξησαν πέρυσι τα περιθώρια κέρδους τους κατά 10.7% και κατά 25% από το 2019, πριν ακόμη την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ βασισμένους σε στοιχεία της Eurostat, το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών στην Ευρωζώνη, το 2021, προήλθε λόγω της υπερβολικής αύξησης στα περιθώρια κέρδους των εταιρειών, παρά από το εργατικό κόστος και τη φορολογία. Στην πράξη, οι μισθοί αυξάνονταν πολύ πιο αργά από τον πληθωρισμό, κάτι, που όπως το άρθρο επισημαίνει, έχει επιφέρει 5% μείωση σε πραγματικούς όρους στο βιοτικό επίπεδο του μέσου εργαζόμενου σε σύγκριση με το 2021.
Τα στοιχεία αυτά, που δείχνουν την επίδραση των κερδών στην άνοδο του πληθωρισμού, αναμένεται να επηρεάσουν κάποια μέλη των ειδικών της ΕΚΤ ώστε να αντισταθούν σε περαιτέρω αύξηση των δανειστικών επιτοκίων, αφού οι προηγούμενες αυξήσεις αποδείχτηκαν μάταιες.
Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι το αντίθετο από ότι γινόταν την δεκαετία του 1970, όπου η αύξηση του πληθωρισμού βασιζόταν στην αύξηση των μισθών και που είχε καθορίσει τους τρόπους αντίδρασης των Κεντρικών Τραπεζών. Σκεπτόμενοι με αυτό τον τρόπο, ο οποίος πόρρω απέχει από την σημερινή πραγματικότητα, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες, όπως αναφέρει ο Philipp Heimberger, οικονομολόγος στο Vienna Institute for International Economic Studies, διαχειρίζονται το θέμα ωσάν να είναι θέμα αύξησης μισθών-τιμών, κάτι που κάνει την Κεντρική Τράπεζα να ακολουθήσει ακόμα πιο επιθετική πολιτική με τα επιτόκια.
Η ανησυχία αυτή πηγάζει από τις αναφορές που έγιναν κατά την συνάντηση της ΕΚΤ, όπου οι μισθοί αναφέρθηκαν 14 φορές από την Πρόεδρο της EKT Christine Lagarde στην τελευταία διάσκεψη τύπου, ενώ τα κέρδη δεν αναφέρθηκαν καθόλου. Έγινε μάλιστα προειδοποίηση από την αναπληρώτριά της, Luis de Guindos, ότι η ΕΚΤ πρέπει να είναι προσεκτική επειδή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορεί να απαιτήσουν υπερβολικά ψηλές μισθολογικές αυξήσεις. Η Daniela Gabor, καθηγήτρια οικονομικών και μακρο-χρηματοδότησης στο πανεπιστήμιο West of England, σχολιάζοντας τα πιο πάνω ανέφερε ότι, υπάρχει μια απροθυμία να συζητηθεί το εταιρικό κέρδος, κάτι που υποδεικνύει ότι η πολιτική της ΕΚΤ κατά του πληθωρισμού είναι να μην ενοχληθούν τα κέρδη των εταιρειών και το κεφάλαιο.
Ερευνητές από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστηρίζουν ότι οι αυξήσεις στους μισθούς δεν έχουν οδηγήσει ιστορικά σε σπιράλ μισθών-τιμών (wage-price spiral). Οι ειδικοί της EKT, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα, κατέδειξαν ότι τα κέρδη αυξήθηκαν δυσανάλογα από τους μισθούς, λόγω της χρήσης των οικονομιών που δημιουργήθηκαν κατά τα lockdowns, αλλά και λόγω της δυνατότητας των εταιρειών να καθορίζουν τις τιμές. Με την εξάντληση των οικονομιών και την επιστροφή του ανταγωνισμού, τα πράγματα τώρα αλλάζουν και οι ειδικοί της EKT καλούνται να αναθεωρήσουν τις πολιτικές για αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Τον Ιανουάριο, ο Κυβερνήτης της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας Mario Centeno προειδοποίησε για τον κίνδυνο ξεκάθαρης αύξησης των κερδών, τοποθετώντας το θέμα στην agenda της Ευρωπαїκής πολιτικής. Επίσης, ο Fabio Panetta, Μέλος του Συμβουλίου της ΕΚΤ, ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι επωμίστηκαν την πίεση των τιμών ενώ τα κέρδη των εταιρειών παρέμειναν σταθερά ενώ σε ορισμένους τομείς αυξήθηκαν.
Αναλυτές αναφέρουν ότι, παρόλο που οι μισθοί αυξάνονται με ρυθμούς που η ΕΚΤ αναμένει να είναι γύρω στο 5% το 2023, δυστυχώς δεν θα αντικαταστήσουν την μεγάλη μείωση σε πραγματικούς μισθούς που σημειώθηκε τον περασμένο χρόνο. Ο λόγος, όπως επισημαίνει και ο Mattias Vermeiren, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Ghent Institute for International and European Studies, είναι ότι «ένα βασικό συστατικό που απουσιάζει είναι η διαπραγματευτική ισχύς του εργατικού κινήματος, το οποίο έχει δομικά αδυνατίσει μετά από τις αποπληθωριστικές πολιτικές του 1980 και τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας που επακολούθησε».
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, κατά την πληθωριστική κρίση του 1970, σχεδόν 70% της οικονομικής παραγωγής πήγε στους εργαζόμενους, και μόνο 20% στα κέρδη, ενώ τώρα, το μερίδιο των εργαζομένων βρίσκεται στο 56% και το ένα τρίτο είναι κέρδος.
Όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις έτυχαν μελέτης και συζήτησης από τους ειδικούς της ΕΚΤ κατά την συνάντησή τους στην Φινλανδία, και σημειώθηκαν με τις ανάλογες επιφυλάξεις στα συμπεράσματα τους. Κάποιοι τόνισαν ότι μια μεγάλη περίοδος ψηλού πληθωρισμού θα επιφέρει απαιτήσεις για μεγάλες αυξήσεις με τρόπο όπου τα υφιστάμενα οικονομικά μοντέλα που αναπτύχθηκαν σε περιόδους σταθερών τιμών δεν θα μπορούν να υπολογίσουν.
Χώρες όπως η Ελλάδα έχουν λάβει άλλα μέτρα για μείωση του πληθωρισμού σε αναγκαία αγαθά ακολουθούμενη από άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία. Αυτός ο τρόπος είναι αναγκαίος για μείωση του πληθωρισμού αφού η πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ, με μοντέλα του 1970 που αναφέρονται σε άλλους είδους πιέσεις, δεν αναμένεται να φέρουν αποτέλεσμα και απλά τιμωρούν τους καταναλωτές για δεύτερη φορά, μέσω των αυξημένων δανειστικών επιτοκίων.