Στις 28 Αυγούστου, η Ομοσπονδία μας απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών σχετικά με την φορολόγηση των απροσδόκητων υπερκερδών που αποκόμισαν κατά τον τελευταίο χρόνο οι Τράπεζες λόγω της αύξησης των δανειστικών επιτοκίων.

Είναι ήδη γνωστό ότι τα απροσδόκητα αυτά υπερκέρδη προέκυψαν μετά την απόφαση της Ευρωπαïκής Κεντρικής Τράπεζας για πολλοστή φορά να αυξηθούν τα δανειστικά επιτόκια με απώτερο σκοπό την μείωση του πληθωρισμού. 

Είναι επίσης γνωστό ότι τον υψηλό πληθωρισμό τον προκάλεσε η αβεβαιότητα του πολέμου στην Ουκρανία, η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των άλλων πρώτων υλών αλλά τον διαδέχτηκε και ο πληθωρισμός της «απληστίας» των επιχειρήσεων, ο οποίος συνεχίζει ακόμη και σήμερα. Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αγνοώντας τις πραγματικότητες και ενεργώντας μονοδιάστατα και μηχανιστικά, στη βάση ενός μονεταριστικού μοντέλου προηγούμενων δεκαετιών, επιχείρησε να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, αυξάνοντας, για πάνω από ένα χρόνο, συνεχώς το δανειστικό επιτόκιο ανά τρίμηνο, μεταφέροντας έτσι ασύμμετρα και μονολιθικά ένα δυσβάστακτο βάρος στους δανειολήπτες, παγιδεύοντας τους υφιστάμενους και αποτρέποντας νέους από τη δυνατότητα να δανειστούν για να αποκτήσουν στέγη. 

Οι Κυπριακές Τράπεζες, ενεργώντας άκρως κερδοσκοπικά και με πρωτοφανή ιδιοτέλεια  αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε αντίστοιχες αυξήσεις στα καταθετικά τους επιτόπια, με αποτέλεσμα να αποκομίζουν, κατά τρόπο αθέμιτο, εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδη. Εξυπηρετώντας περαιτέρω το κεφάλαιο αντί την οικονομία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και με παντελή έλλειψη κοινωνικής ενσυναίσθησης και ευαισθησίας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απέφυγε να προνοήσει ώστε τα απροσδόκητα υπερκέρδη από την αύξηση των δανειστικών επιτοκίων να τα καρπούνται τα κράτη-μέλη αντί οι ιδιωτικές τράπεζες, ώστε να μπορούν να μειώσουν άλλους φόρους ή να επιχορηγήσουν δύσκολες για τους πολίτες τους καταστάσεις μέσω κοινωνικών προγραμμάτων. 

Επειδή ούτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου προέβηκε αυτοβούλως σε οποιεσδήποτε ενέργειες για δίκαιη κατανομή των υπερκερδών των τραπεζών, καλέσαμε τον Υπουργό, αρμόδιο για την Οικονομία του τόπου, να εφαρμόσει μέτρα για άρση αυτής της άδικης και καθαρά κερδοσκοπικής πολιτικής και να ενεργήσει ώστε μέρος από τα υπερκέρδη αυτά να καταλήξουν στα ταμεία του κράτους για να μπορέσουν να προσφερθούν και να στηριχθούν ανακουφιστικές πολιτικές ή και προγράμματα για τους πολίτες και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. 

Αναφερθήκαμε επίσης, σε πρόσφατες πληροφορίες, ότι χώρες- μέλη της ΕΕ επέβαλαν Windfall gains tax ή άλλους ειδικούς φόρους. Συγκεκριμένα:

  • Η Ιταλία, φορολόγησε τα υπερκέρδη των τραπεζών που οφείλονται στην πολιτική της ΕΚΤ, κατά 40%.
  • Η Ισπανία επέβαλε ήδη απροσδόκητους φόρους – επιβάρυνση 4,8% στα καθαρά έσοδα από τόκους και τις καθαρές προμήθειες πάνω από το όριο των €800 εκατομμυρίων. 
  • Η Ουγγαρία επέβαλε νέο «κοινωνικό φόρο» 13% σε ορισμένα είδη επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών χαρτονομισμάτων και των κερδών επιτοκίων στις τραπεζικές καταθέσεις.
  • Η Τσεχία τον Νοέμβριο επέβαλε απροσδόκητο φόρο 60% στις ενεργειακές εταιρείες και τις τράπεζες, πάνω στα απροσδόκητα και αδικαιολόγητα κέρδη για τη χρηματοδότηση ανακουφιστικών σχεδίων.
  • Στη Γαλλία οι τράπεζες υπόκεινται σε νόμο κατά της τοκογλυφίας που περιορίζει τον ρυθμό τριμηνιαίας αύξησης των τιμών των δανείων. Επίσης, η Γαλλία διαθέτει ένα ρυθμιζόμενο σύστημα αποταμίευσης, με απόδοση συνδεδεμένη με τον πληθωρισμό που προσαρμόζεται πιο γρήγορα από τα επιτόκια των δανείων. 
  • Η Λιθουανία επέβαλε τον Μάιο απροσδόκητο φόρο στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών για το 2023 και το 2024, που ανέρχεται στο 60% στο μέρος των καθαρών εσόδων από τόκους που υπερβαίνει τον μέσο όρο των προηγούμενων τεσσάρων ετών κατά 50%.
  • Η Σουηδία επέβαλε τον Ιανουάριο του 2022 «φόρο κινδύνου» για ιδρύματα με υποχρεώσεις που συνδέονται με σουηδικές δραστηριότητες άνω των 150 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών για ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και κάλυψη του κόστους μιας πιθανής οικονομικής κρίσης. 

Όπως ανακοινώθηκε, ορισμένες κυπριακές τράπεζες έχουν αποκομίσει τεράστια κέρδη κατά το πρώτο τρίμηνο και εξάμηνο του 2023 σε σύγκριση με αντίστοιχες περιόδους του 2022, από 189% μέχρι 423% αύξηση, λόγω της συνεχιζόμενης ανόδου των δανειστικών επιτοκίων και του χαμηλού κόστους των καταθέσεων, αφού τα καταθετικά επιτόκια δεν αυξήθηκαν αναλόγως. 

Δυστυχώς, η παραινετική προσπάθεια που κατέβαλε ο Υπουργός Οικονομικών προς τις τράπεζες για πιο δίκαιη αντιμετώπιση των πελατών τους, τόσο στα δανειστικά όσο και στα καταθετικά επιτόκια δεν απέφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, γι’ αυτό καλέσαμε τον Υπουργό να εξετάσει το ενδεχόμενο  άμεσης  επιβολής φορολογίας στα απροσδόκητα και εν πολλοίς άδικα αυτά υπερκέρδη, προς όφελος του κράτους και των πολιτών.

Η άρνηση των Τραπεζών να αποδεχτούν μια τέτοια φορολογία ισχυριζόμενες ότι είναι ώρα να δώσουν μερίσματα στους μετόχους και να δημιουργήσουν κεφαλαιουχική βάση για τυχόν μελλοντική κρίση, δεν μας εκπλήσσει, αφού στις προθέσεις κρατών-μελών για φορολόγηση των απροσδόκητων αυτών κερδών, παρενέβηκε (αθέμιτα) η ΕΚΤ για να επισείσει την προσοχή των κρατών μελών της ευρωζώνης να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά ως προς τις οποιεσδήποτε προθέσεις για επιβολή έκτακτης φορολογίας επί των κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων, που όπως φαίνεται δεν τα θεωρεί απροσδόκητα ούτε υπερβολικά. Από μόνη της αυτή η κίνηση φανερώνει δύο πράγματα: [a] ότι ο πρώτιστος στόχος δεν είναι η συγκράτηση της τιμής των προϊόντων αλλά η αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών, αφού άλλωστε η επιβολή του μέτρου για πάνω από ένα χρόνο δεν είχε ουσιαστική συνεισφορά στη μείωση του πληθωρισμού και [β] το παράδοξο και καθόλα αντιδημοκρατικό φαινόμενο, όπου ένα κατεξοχήν διορισθέν τεχνοκρατικό σώμα, όπως η ΕΚΤ, να παρεμβαίνει απροκάλυπτα προς τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ για να τους κάνει συστάσεις και να τους επισύρει την προσοχή σε σχέση με τις οικονομικές και κατ’ επέκταση κοινωνικές πολιτικές που επιλέγουν να ακολουθούν 

Εκ του Προεδρείου