Το σκεπτικό, ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή και το εργατικό κόστος ευθύνονται για τον πληθωρισμό και την μειωμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι παντελώς λανθασμένο. Οι λόγοι της αλματώδους αύξησης του πληθωρισμού και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας των τοπικών επιχειρήσεων είναι, πρώτιστα εξωγενείς (αύξηση κόστους πρώτων υλών και ενέργειας και όχι το ντόπιο εργατικό κόστος) και μετά το χρόνιο πρόβλημα της κακής οργάνωσης των επιχειρήσεων, οι αναχρονιστικοί τρόποι διοίκησης, η μη αξιοποίηση της τεχνολογίας, οι συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές για την πλειοψηφία των υπαλλήλων και άλλοι παράγοντες, τους οποίους ελέγχουν πλήρως οι εργοδότες.
Η οποιαδήποτε αύξηση του πληθωρισμού έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την πραγματική μείωση των εισοδημάτων, αφού όσο αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών, τόσο μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Ως βασική αρχή, η ΑΤΑ στοχεύει στην αποκατάσταση της ήδη διαβρωθείσας αγοραστικής αξίας των μισθών, η οποία αν δεν αποκατασταθεί, θα οδηγήσει στην μείωση της ζήτησης προϊόντων λόγω της μειωμένης ικανότητας των εργαζομένων να διατηρήσουν και να συνεχίσουν τον τρόπο ζωής τους. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί μακροπρόθεσμα στην μείωση της παραγωγής, στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους (unit cost), στο κλείσιμο επιχειρήσεων και στην ανεργία. Αν, δηλαδή, οι εργαζόμενοι δεν αποζημιωθούν για τον πληθωρισμό, θα αγοράζουν λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες, αναπόφευκτα οι βιομηχανίες και άλλοι οικονομικοί κλάδοι θα παράγουν λιγότερα προϊόντα και θα πωλούν λιγότερες υπηρεσίες, θα απολυθεί προσωπικό, θα αυξηθεί η ανεργία και θα επέλθει οικονομική ύφεση. Κατά συνέπεια, η ΑΤΑ όχι μόνο δεν αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη αλλά συγκρατεί την μείωση της παραγωγής και τις επιπτώσεις της.
Είναι καλά γνωστό ότι η ΑΤΑ αποτέλεσε βασικό εργαλείο για την σταθεροποίηση του κυπριακού συστήματος εργασιακών σχέσεων. Είναι μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις των εργαζομένων και κερδήθηκε μετά από την επίμονη και επίπονη προσπάθεια του συνδικαλιστικού κινήματος, με αποκορύφωμα την απεργία της 1ης Μαρτίου 1944, η οποία διήρκεσε 23 ημέρες, και τερματίστηκε με την ικανοποίηση των πιο σημαντικών αιτημάτων των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Αυτόματης Αναπροσαρμογής των μισθών. Η ΑΤΑ καταβάλλετο αρχικά μόνο στους δημοσίους υπαλλήλους και κυβερνητικούς εργάτες και το 1947 επεκτάθηκε στους οικοδόμους. Μέχρι το 1960, όλες οι συλλογικές συμβάσεις περιλάμβαναν και την ΑΤΑ.
Ως και το 2012, οι μισθοί αναπροσαρμόζονταν κάθε εξάμηνο, στη βάση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά την προηγούμενη εξαμηνιαία περίοδο. Με την έλευση της οικονομικής κρίσης του 2013, επιδεικνύοντας υπευθυνότητα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συμφώνησαν στην αναστολή της ΑΤΑ μαζί με πολλά άλλα ωφελήματα των εργαζομένων και δραστική μείωση των μισθών.
Με την σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας, στις 28 Ιουλίου 2017, στα πλαίσια του Κοινωνικού Διαλόγου επιτεύχθηκε μια «Μεταβατική Συμφωνία των Κοινωνικών Εταίρων», οι οποίοι επιδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, υπευθυνότητα και σοβαρότητα επανάφεραν την ΑΤΑ από την 1η Ιανουαρίου 2018, με διαφοροποιημένο όμως τρόπο. Με την Μεταβατική Συμφωνία του 2017 και για την τριετία 2018-2020, η οποία με την ανοχή του Συνδικαλιστικού κινήματος επεκτάθηκε και για το 2021, η ΑΤΑ παραχωρείται στο 50% της ετήσιας αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, μία φορά αντί δύο φορές τον χρόνο, δεδομένου ότι κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του έτους, επιτυγχάνεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης.
Η οικονομική κρίση του 2012-13 έχει παρέλθει εδώ και αρκετά χρόνια. Όπως συνέβη και με την κρίση του 1974, που λόγω του σοβαρού πλήγματος που δέχθηκε τότε η κυπριακή οικονομία, αναστάλθηκε προσωρινά η παροχή της ΑΤΑ για να υποβοηθηθεί η οικονομία, αλλά το 1978, με την ανάκαμψη και συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, η ΑΤΑ επαναφέρθηκε πλήρως, έτσι και τώρα είναι καιρός για πλήρη αποκατάσταση της.
Οι εργοδοτικές οργανώσεις, παρά τη συμφωνία, θεωρούν τον θεσμό της ΑΤΑ ως λανθασμένο. Αγνοώντας τα θετικά, η εργοδοτική πλευρά επικεντρώνει το επιχείρημα της στο ότι η αναπροσαρμογή των μισθών λόγω αύξησης των τιμών, αυξάνει το κόστος των επιχειρήσεων και στη συνέχεια, το πρόσθετο κόστος υποχρεώνει τις εταιρείες να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές των προϊόντων τους, ανατροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και μειώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα τους. Με βάση την προσέγγιση αυτή, η αλυσιδωτή μετακύληση αυξήσεων δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο πληθωρισμού όπου η μια αύξηση φέρνει την άλλη, θεωρώντας την ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη.
Το τι διαφεύγει, ωστόσο, στις εν λόγω οργανώσεις είναι ότι το εργατικό κόστος αποτελεί μόνο το 25% της οικονομίας με ακόμα μικρότερο ποσοστό στην βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν αύξηση της ΑΤΑ κατά 4% ή 8% θα επιφέρει αύξηση μόνο 1% ή 2% στο συνολικό κόστος του προϊόντος, το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράγοντας μείωσης της ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς, η ΑΤΑ επηρεάζει σε πολύ μικρό βαθμό το κόστος παραγωγής, το οποίο εύκολα αντισταθμίζεται από τις ομαλές εργατικές σχέσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας όταν το εργατικό δυναμικό είναι ικανοποιημένο.
Επειδή οι εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα που κερδήθηκαν δεν μπορούν ποτέ να κριθούν σωστά και αντικειμενικά απομονωμένα από την ιστορική τους εξέλιξη, οφείλουμε να ανατρέξουμε ξανά στο παρελθόν. Το 1985, για να διερευνηθεί η χρησιμότητα του θεσμού της ΑΤΑ, η τότε κυβέρνηση διόρισε μια Ανεξάρτητη Επιτροπή Έρευνας, η οποία ασχολήθηκε με όλες τις πτυχές παραχώρησης της ΑΤΑ και αποφάνθηκε υπέρ της χρησιμότητας της και διατήρησης του θεσμού. Παράλληλα, έθεσε τις βάσεις για τροποποίηση του τρόπου υπολογισμού της ΑΤΑ αφού εισηγήθηκε όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο, να μην υπολογίζονται οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων για σκοπούς ΑΤΑ.
Ως αποτέλεσμα των συνεχών πιέσεων των εργοδοτών για κατάργηση του θεσμού, τον Ιανουάριο του 1995, ξεκίνησε ένας διάλογος για την ΑΤΑ και την Παραγωγικότητα με τη συμμετοχή και των τριών Κοινωνικών Εταίρων. Η τότε Κυβέρνηση πρότεινε ότι και η Ανεξάρτητη Επιτροπή Έρευνας προηγουμένως, δηλαδή, οι αυξήσεις στους φόρους κατανάλωσης να μην υπολογίζονται για σκοπούς ΑΤΑ, αλλά μόνο για σκοπούς εξαγωγής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ΣΕΚ και ΠΑΣΥΔΥ και παρά τη διαφωνία άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες προέβησαν και σε δυναμικές κινητοποιήσεις ισχυριζόμενες αλλοίωση του θεσμού, ο τρόπος υπολογισμού της ΑΤΑ άλλαξε, σε βάρος των εργαζομένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς, από την εφαρμογή της πρότασης αυτής το 1999, η αγοραστική αξία των μισθών μειώθηκε κατά περίπου10%.
Το 2012, με πρόσχημα την προστασία του θεσμού, η ΑΤΑ μειώθηκε περαιτέρω με παρόμοιο τρόπο σε δύο σημεία, αφού η ΠΕΟ αποδέχθηκε την πρόταση, ενώ άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις όχι: [α] η ΑΤΑ να καταβάλλεται ετήσια, αντί ανά εξάμηνο, και [β] στην περίπτωση που για δύο συνεχόμενα τρίμηνα υπάρχει αρνητική ανάπτυξη, δηλαδή όταν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι αρνητικός, τότε η ΑΤΑ δεν καταβάλλεται.
Ωστόσο, έχει καταδειχτεί ότι η ουσιαστική αξία της ΑΤΑ έγκειται στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, αφού η διατήρηση, έστω και μερικώς, της αγοραστικής δύναμης των μισθών, επιτρέπει στον μισθωτό εργαζόμενο να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής το οποίο συντείνει στην εργατική ειρήνη. Απουσία του θεσμού αυτού θα ωθήσει το συνδικαλιστικό κίνημα στην διεκδίκηση μεγαλύτερων μισθολογικών αυξήσεων, που οι εργοδότες θα δυσκολεύονταν να αποδεχτούν, με αποτέλεσμα τις απεργίες και την απώλεια της εργατικής ειρήνης. Τρανά παραδείγματα βλέπουμε σήμερα σε όλη την Ευρώπη, Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο κλπ όπου ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι και βιομηχανίες παραλύουν η μια μετά την άλλη λόγω εργατικών κινητοποιήσεων.
Πέραν των πιο πάνω, υπάρχουν τρία ακόμη σημεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη: [a] ο δείκτης οικονομικής ανισότητας την τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί σημαντικά με το μερίδιο του κεφαλαίου (σε κέρδη) στο ΑΕΠ να αυξάνεται, φτάνοντας σήμερα στο 54% έναντι 46% σε μισθούς που είναι το μερίδιο το οποίο αναλογεί στους εργαζόμενους (από 44.3% έναντι 55.7% το 2009), [β] η αύξηση του πληθωρισμού λόγω εξωγενών παραγόντων υπήρξε σε αρκετές περιπτώσεις το τέλειο άλλοθι ορισμένων επιχειρήσεων για αισχροκέρδεια με αυξήσεις σε τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που δεν δικαιολογούνταν αντικειμενικά και [γ] οι συνεχείς αυξήσεις σε καταθέσεις που καταγράφει η Κεντρική Τράπεζα τα τελευταία χρόνια ασφαλώς δεν αφορούν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μισθοσυντήρητους εργαζόμενους αλλά τους εργοδότες.
Το συνδικαλιστικό κίνημα και ευρύτερα οι εργαζόμενοι, έχουν επιδείξει εδώ και μια δεκαετία μέγιστη υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση, επωμιζόμενοι ένα δυσανάλογο βάρος για χάριν ευρύτερα της οικονομίας και της κοινωνικής ειρήνης. Είναι προς το καλό της εθνικής οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της εργασιακής ομαλότητας, όχι απλά η διατήρηση του θεσμού της ΑΤΑ αλλά και η πλήρης απόδοσης της ως ίσχυε πριν από το 2012. Η ΑΤΑ δεν είναι αύξηση στους μισθούς αλλά αποζημίωση για την ήδη πραγματοποιθείσα διάβρωση του μισθού. Σημαντικό είναι ότι η πλήρης αποκατάσταση της ΑΤΑ που ζητούν οι εργαζόμενοι σε σχέση με το τι παραχωρείται σήμερα, θα επιβαρύνει ΜΟΝΟ 1% το κόστος των προϊόντων, ενώ θα επιτρέψει στους εργαζόμενους να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.
Κώστας Ιωάννου
Πρόεδρος
Πηγή: Tο υπό έκδοση βιβλίο του Αν. ΓΓ της ΠΟΑΣΟ, Γιώργου Ασιήκαλη, “Η Δυναμική των Εργασιακών Σχέσεων στην Κύπρο”