Αγαπητοί & Αγαπητές συνάδελφοι, φίλοι και φίλες,
Σας καλωσορίζω στο 55ο Συνέδριο της ΠΟΑΣΟ. Είναι με αίσθημα ιδιαίτερης υπερηφάνειας που βρίσκομαι σήμερα μπροστά σας έχοντας διανύσει μια διαδρομή ενάμιση και πλέον χρόνου από τότε που η συνδικαλιστική οργάνωση από την οποία προέρχομαι, η ΑΣΔΥΚ, εντάχθηκε στην Ομοσπονδία μας και ανέλαβα συγχρόνως τα καθήκοντα του Προέδρου. Η θέση που μου έχετε εμπιστευτεί συνιστά για μένα ξεχωριστή τιμή και αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχαριστήσω όλους ξανά.
Είμαι βέβαιος ότι από τις εμπειρίες σας, στα πόστα στα οποία όλοι και όλες εργάζεστε, γνωρίζετε καλά πως το έργο που έχουμε μπροστά μας και καλούμαστε να εκπληρώσουμε είναι δύσκολο, επίπονο και με πολλές αλλά και μεγάλες προκλήσεις. Αφενός, η ΠΟΑΣΟ είναι μια ιστορική οργάνωση με 65 χρόνια παρουσίας και δράσης στα εργασιακά και κοινωνικά δρώμενα. Αφετέρου όμως, και παρά το ότι σήμερα εκπροσωπεί 9 συντεχνίες από τον δημόσιο, ημιδημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με 4.000 μέλη, παραμένει στο περιθώριο, χωρίς την πρέπουσα αναγνώριση, παρατηρητής αντί συμμέτοχος και συνδιαμορφωτής των εξελίξεων και των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του Κοινωνικού Διαλόγου.
Οι λόγοι που έχουν φέρει την Ομοσπονδίας μας διαχρονικά σε αυτή τη θέση είναι εν πολλοίς ιστορικοί και αναγνωρίσιμοι. Το συνδικαλιστικό κίνημα στον τόπο μας δημιουργήθηκε και εξελίχτηκε σε συνθήκες αποικιοκρατίας και η πορεία του συνδέθηκε με τις πολιτικές εξελίξεις και επιλογές μιας εποχής όπου σε όλες σχεδόν τις εκφράσεις της, κοινωνικές, αθλητικές, πολιτισμικές κλπ επικράτησε η κάθετη πόλωση, μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Η έννοια και το σχήμα ενός σωματείου ή μιας οργάνωσης χωρίς πολιτική και κομματική απόχρωση ήταν για την εποχή, ακόμη και σήμερα μπορώ να πω, πρωτοποριακό πλην όμως εξαιρετικά ριψοκίνδυνο.
Ριψοκίνδυνο επειδή το κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον στο οποίο η ΠΟΑΣΟ είχε να αναπτυχθεί μπορούσε να αναγνωρίζει και να λειτουργεί μόνο με παραδοσιακά διπολικά, πολιτικά και κομματικά στερεότυπα. Οτιδήποτε που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με αυτές τις παραμέτρους αντιμετωπίζετο με καχυποψία και από αρκετούς ίσως να θεωρείτο επισφαλές και ασόβαρο.
Η αντιμετώπιση αυτή δυστυχώς δεν έχει ακόμη εκλείψει. Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει το συνδικαλισμό και τον κομματισμό παραμένει ισχυρός και κυρίαρχος ώστε να μπορεί να επιβάλλει και να καθορίζει το λόγο και τις φωνές που ακούγονται και την ένταση με την οποία ακούγονται.
Δεν είναι πρόθεση μας να ανατρέψουμε, να αναιρέσουμε ή να χαλάσουμε την εξελικτική πορεία του συνδικαλισμού και το πως οι άλλοι επιλέγουν να πορευτούν. Σίγουρα η πολιτική και κομματική ταύτιση μπορεί να αποφέρει συνδικαλιστικά οφέλη και όχι μόνο. Από την άλλη όμως, η ταύτιση αυτή οδηγεί, κατά την άποψη μου, σε διλήμματα, που δεν έπρεπε να υπάρχουν, σε ιδεολογικές συγκρούσεις, αναιρέσεις και αυτοαναιρέσεις, αχρείαστους συμβιβασμούς και δυνητικά σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές που στο τέλος πλήττουν την ίδια την έννοια του αγνού συνδικαλισμού και κλονίζουν την εμπιστοσύνη που οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες θα πρέπει να έχουν στους κατά κόρον εκπροσώπους του.
Μπορεί να στερούμαστε τα πολιτικά δεκανίκια που θα μας έδιναν μια ευρύτερη και πιο ταχεία αναγνώριση. Έχουμε όμως την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη ότι η αναγνώριση θα έρθει με την αύξηση των συντεχνιών μελών της Ομοσπονδίας μας την οποία έχουμε στόχο να πετύχουμε μέσα από μεθοδική, σκληρή και ειλικρινή δουλειά. Υπάρχουν οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για την Ομοσπονδία μας να μεγαλώσει και να ισχυροποιηθεί τόσο μέσα από τα υφιστάμενα μέλη της όσο και προσελκύοντας νέες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που δεν θέλουν να χαρακτηριστούν κομματικά και πολιτικά, οι οποίες βρίσκονται διάσπαρτες, χωρίς οποιαδήποτε ευρύτερη προστατευτική ομπρέλα, σε διάφορους τομείς της οικονομίας.
Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις που βιώνουν οι εργαζόμενοι, άντρες και γυναίκες, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά ανά το παγκόσμιο, είτε λόγω απληστίας των τραπεζιτικών ή των χρηματιστών, είτε λόγω πανδημίας ή των πολιτικών αντιμετώπισης του πολέμου στην Ουκρανία, θα οδηγήσει σιγά αλλά σταθερά ακόμη και τους πιο σκεπτικούς εργαζόμενους και εργαζόμενες στη συνειδητοποίηση ότι η μόνη ασπίδα προστασίας τους, σε αυτή την φαινομενικά ασταμάτητη λαίλαπα αφαίμαξης μισθών και δικαιωμάτων, είναι η οργάνωση τους σε συντεχνίες. Ήδη, όσοι παρακολουθείτε τις διεθνείς εξελίξεις, θα γνωρίζετε πως σε πολλές εταιρείες κολοσσούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Amazon, η Apple, η Walmart κ.α, οι οποίες για δεκαετίες πολεμούσαν με κάθε τρόπο και μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, οποιαδήποτε προσπάθεια να οργανωθούν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, η παράδοση έχει σπάσει και οι εργοδοτούμενοι και εργοδοτούμενες τους πέτυχαν να έχουν συνδικαλιστική αναγνώριση.
Συνήθως οι όποιες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις συμβαίνουν στο εξωτερικό φτάνουν και στην Κύπρο κάπως ετεροχρονισμένα. Ως ΠΟΑΣΟ, οργανωνόμαστε, ετοιμαζόμαστε και ενεργούμε έτσι ώστε να προσελκύσουμε νέες συντεχνίες μέλη οι οποίες αναζητούν συνέργειες και συμμαχίες κάτω από μια ενιαία συνδικαλιστική στέγη.
Πέραν, όμως, από την πρόκληση για ενδυνάμωση και ισχυροποίηση της συνδικαλιστικής μας παρουσίας, καλούμαστε συγχρόνως να αντιμετωπίσουμε τις απανωτές επιθέσεις που δέχονται τα εργασιακά κεκτημένα από μια άπληστη, όπως προανέφερα, κάστα εργοδοτών. Γιατί, τι άλλο παρά απληστία μπορεί να χαρακτηριστεί η εμμονή της εργοδοτικής πλευράς – που εν τέλει ικανοποίησε η κυβέρνηση – ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός που θα εφαρμοστεί από 1/1/2023 να μην είναι ωριαίος αλλά μόνο μηνιαίος; Ας καθορίζετο ο ΕΚΜ μόνο ωριαία και ας μην καθορίζετο μηνιαία. Όπως γίνεται στις πλείστες σοβαρές χώρες.
Και το παράδειγμα αυτό δεν είναι το μόνο. Τι άλλο παρά απληστία μπορεί να χαρακτηριστεί η εμμονή των εργοδοτικών οργανώσεων ΟΕΒ και ΚΕΒΕ για κατάργηση της ΑΤΑ, τη στιγμή που η οικονομία τρέχει με 6% ρυθμό ανάπτυξης και αποδεδειγμένα τα κέρδη και οι καταθέσεις των μελών τους, τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί αλματωδώς αν και συχνά, πυκνά συνεχίζουν να επικαλούνται απροσδιόριστους κινδύνους και δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Δύσκολες οικονομικές συνθήκες έχουν να αντιμετωπίσουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία οι μισθοσυντήρητοι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, όχι οι μεγαλοεργοδότες. Αυτοί τα έχουν επενδυμένα σε ακίνητα, είδη πολυτελείας και στοιβαγμένα σε τράπεζας. Ο απλός, όμως, εργαζόμενος και εργαζόμενη, είτε αμείβονται περισσότερο ή λιγότερο περιμένουν κάθε τέλος του μήνα τον μισθό τους. Για να μπορέσουν να αγοράσουν τα αναγκαία για την οικογένεια, να ξοφλήσουν λογαριασμούς και να πληρώσουν χρέη. Ο κάθε μισθοσυντήρητος και μισθοσυντήρητη από εμάς έχει δει, τον τελευταίο ιδιαίτερα χρόνο, το μισθό του/της να εξανεμίζεται και να μην φτάνει. Ο πληθωρισμός δεν καλπάζει μόνο λόγω των αυξήσεων στο πετρέλαιο, το γκάζι και τις πρώτες ύλες. Καλπάζει και λόγο καθαρής αισχροκέρδειας, ανεξέλεγκτης απληστίας. Ενώ, οτιδήποτε μπορεί να απομένει από ένα μισθό εξανεμίζεται παράλληλα από τη συνεχή και ασταμάτητη, όπως διαφαίνεται, αύξηση των επιτοκίων.
Ελπίζω οι απεργιακές κινητοποιήσεις των συναδέλφων στην ΑΗΚ, τις οποίες θεωρούμε απόλυτα δικαιολογημένες και έχουμε στηρίξει, να μην είναι η αρχή για περαιτέρω εργασιακή αναταραχή και δυσάρεστες για όλους εξελίξεις. Φοβούμαι, ωστόσο, πως με την άτεγκτη στάση τους, ειδικά στο θέμα της ΑΤΑ, οι εργοδότες επιζητούν να οδηγήσουν τα πράγματα σε ρήξη.
Ίσως να αισθάνονται ότι έχουν την οικονομική δύναμη και έχουν κτίσει τα προηγούμενα χρόνια το κατάλληλο αποθεματικό. Ίσως η ήπια και συγκαταβατική στάση του συνδικαλιστικού κινήματος την περίοδο της Τρόικας και της τραπεζιτικής κρίσης να τους έδωσε την λανθασμένη εντύπωση ότι οι εργαζόμενοι – άντρες και γυναίκες – δεν έχουν πλέον τις αντοχές και τα κότσια να αντισταθούν και να αντιδράσουν. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι σημαντικό, τα επόμενα χρόνια, το συνδικαλιστικό κίνημα να παραμείνει ενωμένο και αδιαίρετο γιατί οι κίνδυνοι και οι απειλές για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες αντί να μειωθούν αναμένεται να αυξηθούν. Τα νέα άλλωστε που φτάνουν από την Αγγλία, την Ευρώπη αλλά και την Αμερική δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά αφού παντού οι απεργίες εξαπλώνονται σε όλο και περισσότερους κλάδους.
Πάντως, από την πλευρά μου, όσο και των υπολοίπων στο Προεδρείο, σας δίνω τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχίσουμε να επαγρυπνούμε, θα συνεχίσουμε να γράφουμε, να μιλούμε, να διαμαρτυρόμαστε και να αγωνιζόμαστε ώστε, όταν εμείς θα φύγουμε, στους νεότερους να παραδώσουμε ένα εργασιακό περιβάλλον καλύτερο από αυτό που έχουμε παραλάβει.